ΔΠΗ
κοπανιχιά, η [kopani’ça]: χτύπημα. [ελνστ. κοπανίζω, κοπαν(ίζω) –ιχιά].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: