κοκολόγημα, το [koko’loγima]

κοκολόγημα, το [koko’loγima]: κακάρισμα κότας. [ηχομ.].

Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από