κοκκιναντεριά, η [kokinade’rʝa]

κοκκιναντεριά, η [kokinade’rʝa]: αρρώστια γιδοπροβάτων. [κόκκιν(ος) α(έ)ντερ(ο) -ιά].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από