ΔΠΗ
κωλαριά, η [kola’rʝa]: οι πρόποδες ενός λοφίσκου που βρίσκεται σε χωράφι. [κώλ(ος) -αριά].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες:
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Σχόλιο *
Όνομα *
Email *
Ιστότοπος
Αφήστε μια απάντηση