καυκιά, η [kaf’ca]

καυκιά, η [kaf’cia]: ημισφαιρικό ανοιχτό αγγείο, ξύλινο, πέτρινο ή χαλκωματένιο, για άλεσμα ή ανακάτεμα τροφών, σαν λεκάνη.  [μτγν. ουσ. καυκ(ίον) -ιά].


Δημοσιεύτηκε

σε

από