καυχησάρης [kafçi’saris]

καυχησάρης, -α, -ικο [kafçi’saris]: που του αρέσει να καυχιέται: ‘Ούλο καυχησάρης είναι’. [<ουσ. καύχηση + κατάλ. ιάρης. Ο τ. κη και σήμ. κρητ. (Πιτυκ.). Ο τ. χη το 12. αι. (Καματηρός [Weigl] 435) και στο Βλάχ. Η λ. στο Somav. και σήμ.].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: