κατώι, το [ka’toi]: το ημιυπόγειο ή ισόγειο τμήμα των παλαιών αστικών ή αγροτικών σπιτιών, που το χρησιμοποιούσαν ως βοηθητικό ή αποθηκευτικό χώρο. [μσν. κατώι].
κατώι, το [ka’toi]
από
Ετικέτες:
κατώι, το [ka’toi]: το ημιυπόγειο ή ισόγειο τμήμα των παλαιών αστικών ή αγροτικών σπιτιών, που το χρησιμοποιούσαν ως βοηθητικό ή αποθηκευτικό χώρο. [μσν. κατώι].
από
Ετικέτες: