κατσουλιάζω [katsu’ʎazo]

κατσουλιάζω [katsu’ʎazo]: κλείνω λίγο τα βλέφαρα. [ίσως, κατσούλ(ι) -ιάζω].

Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: