κατσικώνομαι [katsi’konome]

κατσικώνομαι [katsi’konome]: (μτφ.) πεισμώνω σε κάτι: ‘Πώς κατσικώθηκες έτσι;’. [ίσως, κατσίκ(α) –ώνομαι].

Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από