κατσί, το [ka’tsi]

κατσί, το [ka’tsi]: το γατί. [<ουσ. κατσί < κατίν. Η λ. (ί) στο Du Cange (τζί) και σήμ. ιδιωμ.].


Δημοσιεύτηκε

σε

από