κατάχαμα [ka’taxama]

κατάχαμα [ka’taxama]: (επίρρ. τοπ.) κάτω, στο έδαφος ή στο δάπεδο· χάμω, καταγής: ‘Kάθισε κατάχαμα’. [μσν. κατάχαμα < κατα- αρχ. χαμ(αί) ‘χάμω΄ επίρρ. -α κατά τα άλλα επιρρ.].


Δημοσιεύτηκε

σε

από