καταράχι το [kata’raçi]: το ψηλότερο σημείο της κορυφής ενός βουνού. [κατάραχ(α) -ι].
Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
καταράχι το [kata’raçi]: το ψηλότερο σημείο της κορυφής ενός βουνού. [κατάραχ(α) -ι].
Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
από
Ετικέτες: