καρμανιόλα η [karma’ɲola]

καρμανιόλα, η [karma’ɲola]: μεγάλο πριόνι. [γαλλ. carmagnol(e) -α ‘χορός που χόρευε ο λαός κατά τη γαλλική επανάσταση΄].

 


Δημοσιεύτηκε

σε

από