καρκανιάζω [karna’ɲazo]

καρκανιάζω [karka’ɲazo]: α. ξεραίνομαι από το ψύχος (για τα φυτά). β. παγώνω. γ. καίγομαι.

Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από