καρδαμώνω [karða’mono]: τονώνομαι σωματικά, δυναμώνω: ‘Φάε καλά να καρδαμώσεις’. [κάρδαμ(ο) -ώνω (το κάρδαμο χρησιμοποιόταν σαν τη μουστάρδα) < αρχ. κάρδαμον].
Και: https://ilialang.gr/γαρδαμώνω-ανακτώ-δυνάμεις-καρδαμώνω/
καρδαμώνω [karða’mono]: τονώνομαι σωματικά, δυναμώνω: ‘Φάε καλά να καρδαμώσεις’. [κάρδαμ(ο) -ώνω (το κάρδαμο χρησιμοποιόταν σαν τη μουστάρδα) < αρχ. κάρδαμον].
Και: https://ilialang.gr/γαρδαμώνω-ανακτώ-δυνάμεις-καρδαμώνω/