καραμπουζουκλής, ο [karabuzu’klis]

καραμπουζουκλής, ο [karabuzu’klis]: ο λεβέντης κοροϊδευτικά: ‘Γεια σου μάγκα καραμπουζουκλή’. [καρα- + τουρκ. Βıyık ‘μουστάκι’ -κλής].


Δημοσιεύτηκε

σε

από