καρακαηδόνα, η [karakai’ðona]: χαρακτηρισμός γυναίκας ανόητης και ενοχλητικής, γυναίκα πολυλογού, ψιλή και άχαρη. [< *κορακαηδόνα με υποχωρ. αφομ. [o-a > a-a] < κόρακ(ας) + αηδόνα] < αρχ. κόραξ, αιτ. -ακα (ηχομιμ.)].
καρακαηδόνα, η [karakai’ðona]
από
Ετικέτες: