καπότα, η [ka’pota]: μάλλινο χοντρό πανωφόρι, κάπα: ‘Έβαλε ο βοσκός την καπότα του’. [ιταλ. cappott(o) -α ‘παλτουδάκι ή καπελάκι γυναικείο΄].
Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
καπότα, η [ka’pota]: μάλλινο χοντρό πανωφόρι, κάπα: ‘Έβαλε ο βοσκός την καπότα του’. [ιταλ. cappott(o) -α ‘παλτουδάκι ή καπελάκι γυναικείο΄].
Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
από
Ετικέτες: