καντάρι, το [ka’ndari]

καντάρι, το [ka’ndari]: είδος ζυγού με τσιγκέλια. [τουρκ. kantar, αραβ. προέλ. μσν. καντάρι αντδ. < αραβ. qintār ‘βάρος εκατό μονάδων΄ -ι (με υποχωρ. αφομ. [i-a > a-a]) < μσν. κεντηνάριον ‘εκατό ουγγιές΄ < λατ. centenar(ium) -ιον].

Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από