κανάκια, τα [ka’naca]: λεπτά πόδια [<αρχ. ουσ. καναχή (Ανδρ.) ή σχετ. με ιδιωμ. καννάκι ‘πήχυς των άνω άκρων’].
κανάκια, τα [ka’naca]
από
Ετικέτες:
κανάκια, τα [ka’naca]: λεπτά πόδια [<αρχ. ουσ. καναχή (Ανδρ.) ή σχετ. με ιδιωμ. καννάκι ‘πήχυς των άνω άκρων’].
από
Ετικέτες: