κάματος, ο [‘kamatos]: α. το όργωμα των χωραφιών. β. κόπωση που προκαλείται από υπερβολική εργασία. [αρχ. ουσ. κάματος].
κάματος, ο [‘kamatos]
από
Ετικέτες:
κάματος, ο [‘kamatos]: α. το όργωμα των χωραφιών. β. κόπωση που προκαλείται από υπερβολική εργασία. [αρχ. ουσ. κάματος].
από
Ετικέτες: