καθάριο, το [ka’θario]

καθάριο, το [ka’θario]: το σταρένιο ψωμί. [καθάριος, -α, -ο < ελνστ. καθάριος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (αρχ. καθάρειος)]. https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από