θυμίαμα, το [θi’miama]

θυμίαμα, το [θi’miama]: ρητινώδης αρωματική ουσία που, όταν καίγεται, παράγει μια χαρακτηριστική μυρωδιά και η οποία χρησιμοποιείται σε θρησκευτικές εκδηλώσεις· λιβάνι: ‘Άναψε το θυμίαμα και μύρισε το σπίτι’ και (μτφ.) ‘Δεν δίνει του διάβολου του θυμίαμα’ (για άνθρωπο τσιγκούνη και φιλάργυρο). [λόγ. < αρχ. θυμίαμα· αρχ. θυμίαμα, με αποφυγή της χασμ.].


Δημοσιεύτηκε

σε

από