θεοβούνι, το [θeo’vuni]: (μτφ.) το μεγάλο λιθάρι. [θε(ός) – ο – βουνί(ον)].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
θεοβούνι, το [θeo’vuni]: (μτφ.) το μεγάλο λιθάρι. [θε(ός) – ο – βουνί(ον)].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
από
Ετικέτες: