θεμωνιά, η [θemo’ɲa]

θεμωνιά, η [θemo’ɲa]: σωρός από δεμάτια σιτηρών ή χόρτου ο οποίος, χάρη στο κατάλληλο σχήμα του και στη σωστή τοποθέτησή του, μπορεί να διατηρηθεί αρκετό χρονικό διάστημα στο ύπαιθρο, όλος ο σωρός των χερόβολων και δεματιών της καλλιέργειας των σταχιών: ‘Έστεκαν οι θεμωνιές στ’ αλώνι’. [μτγν. ουσ. θημωνιά].

Και: https://ilialang.gr/θημωνιά-η-θimoɲa/

 

 


Δημοσιεύτηκε

σε

από