θαρρώ [θa’ro]: έχω τη γνώμη, την πεποίθηση· νομίζω, πιστεύω: ‘Θαρρώ πως έχεις δίκιο’. [μσν. θαρρώ (στη σημερ. σημ.) < αρχ. θαρρῶ ‘έχω θάρρος, έχω εμπιστοσύνη σε κτ., πιστεύω΄].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i