ζουρλαίνω [zu’rleno]: φέρνω κπ. σε μια κατάσταση πνευματικής ή ψυχικής αναταραχής, τον κάνω να χάσει την πνευματική του διαύγεια· τρελαίνω, μουρλαίνω: ‘Θα σε ζουρλάνει με την κλάψα του’. [ζουρλ(ός) -αίνω].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf