κόφτει [‘kofti]

κόφτει [‘kofti]: δείχνει ενδιαφέρον, στην Φράση: ‘Με νοιάζει και με κόφτει’. [κόβω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες:

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *