ζούπατος [‘zupatos]

ζούπατος, -η, -ο [‘zupatos]: βυθισμένος, βουλιαγμένος. [ζουπ(ώ) ‘πιέζω’ -ατος].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: