ζουνάρ, το [zu’nar]

ζουνάρ, το [zu’nar]: η ζώνη. [μσν. ζωνάρι < ζωνάρι(ο)ν υποκορ. του αρχ. ζών(η) -άρι(ο)ν > -άρι].

Και: https://ilialang.gr/ζωνάρι-το-zonari/

 


Δημοσιεύτηκε

σε

από