ζαλίκι, το [za’liki]

ζαλίκι, το [za’liki]: φορτίο στους ώμους (συνήθως, από ξύλα). [ζαλ(ώνω) -ικι].

Βλ. επίσης: https://ilialang.gr/wp-admin/post.php?post=13999&action=edit

Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από