ζαβάδα, η [za’vaða]

ζαβάδα, η [za’vaða]: α. η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του ζαβού, οι πράξεις ή τα λόγια του. α. ανοησία: ‘Όλο ζαβάδες κάνεις’. β. (συνήθ. πληθ.) ιδιοτροπία, παραξενιά, λόξα. [ζαβ(ός) -άδα].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από