προγκίζω [pro’ɟizo]: α. αποδοκιμάζω, χλευάζω ομαδικά κπ. με φωνές και θόρυβο. β. φέρομαι απότομα, σκληρά σε κπ., τον αποπαίρνω. γ. (για ζώα) φωνάζω δυνατά, κάνω φασαρία και θόρυβο, για να φοβίσω ένα ζώο ή κοπάδι και να το διώξω ή να το κάνω να προχωρήσει, να το οδηγήσω κάπου. [πρόγκ(α) -ίζω].
Και: https://ilialang.gr/προγκάω/
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i