δρυμός [ðri’mos]

δρυμός, ή, ό [ðri’mos]: σκληρός, καυστικός [λόγ. < αρχ. δρυμός].

https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: