δόλιος, -α, -ο [‘ðoʎos]: όταν αναφερόμαστε σε κπ. που βασανίζεται ή ταλαιπωρείται, και για να εκφράσουμε τον οίκτο ή τη συμπάθειά μας· κακομοίρης, καημένος, ταλαίπωρος [μσν. δόλιος (στη σημερ. σημ.) < αρχ. δόλιος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf