διάτανος, ο [‘ðʝatanos]

διάτανος, ο [‘ðʝatanos]: διάβολος, σε ηπιότερη εκφορά, κυρίως στις εκφράσεις: ‘Άι/Σύρε στο διάτανο’. [συμφυρ. των διά(βολ)ος + (σα)ταν(άς) -ος].


Δημοσιεύτηκε

σε

από