διάλεμα, το [‘ðjalema]

διάλεμα, το [‘ðjalema]: το ξεχώρισμα [μσν. διάλεγμα < διαλεκ- (διαλέγω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ].


Δημοσιεύτηκε

σε

από