δεμοσιά, η [ðemo’sça]: δημόσιος δρόμος. [μσν. δημοσία (ενν. οδός) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ., ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. δημόσιος].
Και: https://ilialang.gr/δημοσιά-η-δimosxa/
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i