δάρτης, ο [‘ðartis]

δάρτης, ο [‘ðartis]: είδος ξύλου με το οποίο χτυπούσαν το γάλα για να βγει το βούτυρο. [αρχ. δάρτης].


Δημοσιεύτηκε

σε

από