γουλί, το [γu’li]

γουλί, το [γu’li]: ο τρυφερός βλαστός του λάχανου. [μσν. γουλίν < *γλιν με ανάπτ. [u] από επίδρ. του υπερ. [γ] < *αγλίον υποκορ. του αρχ. ἡ ἄγλ(ις) ‘σκελίδα σκόρδο΄ -ίον].


Δημοσιεύτηκε

σε

από