γνώρα, η [‘γnora]

γνώρα, η [‘γnora]: γνώση. [μσν. *γνώρα (πρβ. μσν. εγνώρα) < γνωρ(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από