γκουντρέκι, το [gu’ndreki]

γκουντρέκι, το [gu’ndreki]: το μεγάλο κούτσουρο: ‘Είχε αφήσει χάμω τα γκουντρέκια’.

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από