γκιόσος, ο [‘ɟosos]

γκιόσος, ο [‘ɟosos]: μαύρο μουλάρι [βλάχ. Ρουμανική, ghes(ŭ) ‘μαύρη γίδα με καστανές ρίγες΄ -ος].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από