γκαρδιακός [garðʝa’kos]

γκαρδιακός, -ιά, -ό [garðʝa’kos]: α. ο έμπιστος φίλος. β. αυτός που έχει αδύναμη καρδιά. [ελνστ. καρδιακός].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από