γιοργιά [ʝo’rʝa]: είδος τρεξίματος του αλόγου. [γοργά – ιά< επίθ. γοργός].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
γιοργιά [ʝo’rʝa]: είδος τρεξίματος του αλόγου. [γοργά – ιά< επίθ. γοργός].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf