γιομάτος [ʝo’matos]

γιομάτος, -η, -ο [ʝo’matos]: γεμάτος. [μσν. γιομάτος < γεμάτος ( [e > o] από επίδρ. του χειλ. [m] )].


Δημοσιεύτηκε

σε

από