γιοματίζω [ʝoma’tizo]: γευματίζω. [γευματίζω με τροπή του ευ σε ιό].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
γιοματίζω [ʝoma’tizo]: γευματίζω. [γευματίζω με τροπή του ευ σε ιό].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf