γιακέτα, η [ʝa’keta]

γιακέτα, η [ʝa’keta]: η ζακέτα, το πανωφόρι. [κατά το γιακάς].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από