γαϊδοχουρχούρα, η [γaiðuroxu’rxura]

γαϊδοχουρχούρα, η [γaiðuroxu’rxura]: μεγάλη σαύρα. [γαϊδούρ(ι) -ο- + χουρχούρα].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από