ΔΠΗ
γαϊδουρομουστέλα, η [γaiðuroma’stela]: πράσινη σαύρα. [γαϊδουρ(ι) -ο- μουστέλα (;)].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: